πληγεῖ

πληγεῖ
πλήσσω
struck with terror
aor subj pass 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • εισμόπληκτος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημιές και καταστροφές από σεισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τόπου που έχει πληγεί από σεισμό 3. (για τόπο) αυτός που πλήττεται συχνά από σεισμούς («σεισμόπληκτες περιοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • ερωτόπληκτος — η, ο αυτός που έχει πληγεί από τον έρωτα, ο ερωτοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Ν. Ζαβιτσάνο] …   Dictionary of Greek

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ημιπλήξ — ἡμιπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) (κυρίως για δέντρο) αυτός που έχει πληγεί ή πληγωθεί κατά το ήμισυ, ο μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”